Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Οι γόνιμες διαπραγματεύσεις των πηγών του Φιλελευθερισμού συνεχίζονται: Ενθέματα Αυγής 11/3

Με χαρά αναδημοσιεύω το άρθρο του Β.Γρόλλιου, γιατί  επιτέλους η Αριστερή ιδεοκίνηση απεγκλωβίζεται από το ανιστόρητο και εγκλειστικό σχήμα ενός υποτιθένου "αριστερού αντιφιλελευθερισμού".

Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα, αποσιωπά τελείως την οργανική απόσταση της Ελληνική Αστικής Τάξης από οποιαδήποτε φιλελεύθερη γραμματεία, προσλαμβάνει τον πενιχρό ασθμαίνοντα ελληνικό φιλελευθερισμό στην "ονομαστική του αξία" και τελικά σκιαμαχεί με δημοσιογραφικά κλισέ.

Είναι τόσο ενδιαφέρον να αναδεικνύει ο Β.Γρόλλιος τις αντιφάσεις εντός του έργου του Α.Σμιθ όπου τελικά ούτε ο κοινωνικός ανταγωνισμός απουσιάζει ούτε το πρόταγμα της εξέγερσης είναι αντιφιλελεύθερο. Η καλύτερη διαπραγμάτευση του φιλελευθερισμού, μακριά από τα αγχολυτικά κλισε του "συμπαγούς νεοφιλελευθερισμού" η υιοθέτηση των ριζοσπαστικών φιλελευθερων προταγμάτων από την Αριστερά είναι μόνο προς το συμφέρον της κοινωνίας.Αλλιώς η κοινωνία θα μείνει εγκλωβισμένη στις φαντασιώσεις των "συμπαγων" Μαρξισμών και "συμπαγών" "¨αντινεοφιλελευθερισμών" προς ικανοποίηση των πιο αντιδραστικών ελιτ. 


Πηγή : Ενθέματα Αυγής

Ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός του Άνταμ Σμίθ

Κατά τον Άνταμ Σμιθ (1723-1790), στόχος του κράτους είναι να προστατέψει τους πλούσιους από τη βία και την αρπακτική διάθεση (rapacity) των φτωχών, διατηρώντας τη χρήσιμη ανισότητα στις περιουσίες, η οποία αναγκαία προκύπτει από τον διαφορετικό βαθμό εργατικότητας, ικανοτήτων και επιμέλειας των πολιτών. Το κράτος στον Σμιθ είναι σαφέστατα ταξικά προσανατολισμένο, με αποκλειστικό στόχο την προστασία της ιδιοκτησίας, δηλαδή της ταξικής κυριαρχίας των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων έναντι της εργατικής τάξης. Στον Πλούτο των Εθνών ρητά αναφέρει ότι η αναγκαιότητα της δημιουργίας διακυβέρνησης προκύπτει όσο αυξάνεται η κατοχή ιδιοκτησίας.




Η ταξική πάλη στη σκέψη του Σμιθ



Από τη στιγμή που εγκαινιάστηκε η πρακτική της ιδιοποίησης μεγάλων εκτάσεων γης, εισήχθη και η λογική της συσσώρευσης του χρήματος, κάτι που ο Σμιθ περιγράφει με τον όρο στοκ (stock), ενώ ο Μαρξ θα περιγράψει ως κεφάλαιο. Οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι στον Σμιθ υπάρχουν δύο θεωρίες της αξίας ή, αν θέλετε, μία που είναι αμφίσημη. Από τη μία, υποστηρίζει ότι το ενοίκιο της γης και το κέρδος είναι δύο πηγές εισοδήματος που αφαιρούνται από την εργασία του εργάτη. Με άλλα λόγια, ο γαιοκτήμονας και ο καπιταλιστής υφαρπάζουν μέρος της εργασίας του εργάτη. Στον Σμιθ συναντάμε το γνωστό σχήμα των τριών τάξεων: των γαιοκτημόνων, των καπιταλιστών και της εργατικής τάξης. Οι εργάτες, μας λέει στον Πλούτο των Εθνών, αναγκάζονται να συνασπίζονται προκειμένω να διεκδικούν πιο υψηλούς μισθούς και οι εργοδότες να συνασπίζονται και αυτοί για να κρατάνε τους μισθούς πιο χαμηλά. Μάλιστα τα αφεντικά, γράφει, βρίσκονται σε μια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ τους.Από την άλλη, στο ίδιο έργο, βρίσκουμε την άποψη ότι και οι τρεις τάξεις συντελούν στην αύξηση του πλούτου και ότι τα κέρδη τους δεν έρχονται σε σύγκρουση αναμεταξύ τους, εφόσον είναι τρεις ανεξάρτητες μεταξύ τους πηγές εισοδήματος. Ο Μαρξ αυτό θα το ονομάσει τριαδική φόρμουλα. Οι γαιοκτήμονες έτσι παίρνουν ενοίκιο, οι καπιταλιστές το κέρδος (profit) και ο εργάτης τον μισθό του. Είναι σαφές ότι ο Σμιθ διαθέτει δύο αντιφατικές θεωρίες για την αξία, μία εργασιακή και μια άλλη που αντιλαμβάνεται το ενοίκιο, τους μισθούς και το κέρδος ως ανεξάρτητα μέρη της αξίας του εμπορεύματος. Η δεύτερη είναι εκείνη που τελικά κυριαρχεί.



Η αλλοτρίωση στη σκέψη του Σμιθ



Ενώ όμως αποδέχεται την κεφαλαιοκρατική λογική, είναι εντυπωσιακό ότι έχει μια εντυπωσιακά διεισδυτική αντίληψη των αλλοτριωτικών φαινομένων που παράγει το καπιταλιστικό σύστημα, την οποία σε καμία απολύτως περίπτωση δεν συναντάμε στους φιλελεύθερους του 20ού αιώνα. Θεωρεί τους εργάτες ανίκανους να καταλάβουν το κοινωνικό συμφέρον, το συλλογικό αγαθό, εφόσον δεν έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση, ούτε και χρόνο να καλλιεργήσουν τη σκέψη τους. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του καταμερισμού της εργασίας, δηλαδή της εξειδίκευσης, η εργασία τους περιορίζεται σε πολύ συγκεκριμένες λειτουργίες. Έτσι, ο εργάτης, γράφει ο Σμιθ, γίνεται αφελής, ζει στην άγνοια και δεν μπορεί να αναπτύξει γενναιόδωρα, μεγαλόψυχα συναισθήματα ούτε σωστή κρίση για το συμφέρον της χώρας του. Η επιδεξιότητα στο επάγγελμά του αναπτύσσεται εις βάρος της καλλιέργειας από μέρους του διανοητικών ικανοτήτων και κοινωνικών αξιών. Στις πιο καθυστερημένες κοινωνίες, όπως αυτές της εποχής των κυνηγών και των ποιμένων, το μυαλό «δεν έπεφτε», γράφει χαρακτηριστικά, «σε αυτή την αποχαυνωτική ηλιθιότητα (drowsy stupidity), η οποία στην πολιτισμένη κοινωνία μουδιάζει (benumbs) τη διανοητική ικανότητα των κατώτερων στρωμάτων της κοινωνίας». Γίνεται σαφές ότι το ίδιο το σύστημα αλλοτριώνει και καθιστά την εργατική τάξη ανίκανη να στοχαστεί πάνω στα κοινωνικά ζητήματα. Παρ’ όλα αυτά, ο Σμιθ είναι αισιόδοξος ότι θα επικρατήσει η ανάπτυξη της αρετής, η οποία δεν θα προσβληθεί από την ανάπτυξη του εμπορίου.



Στη σκέψη του Σμιθ, πέρα από την εργατική τάξη, ούτε οι έμποροι ούτε οι καπιταλιστές μπορούν να αντιληφθούν εύκολα το συλλογικό συμφέρον, αφού συνήθως είναι εγκλωβισμένοι στον στόχο της εξυπηρέτησης του ταξικού τους συμφέροντος. Ο χρόνος εργασίας του εργάτη, μας λέει στις Διαλέξεις για τη νομική επιστήμη, θυσιάζεται για να συντηρεί την πολυτελή ζωή του πλούσιου.



Όπου υπάρχει μεγάλη ιδιοκτησία θα υπάρχει και μεγάλη ανισότητα, τονίζει. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως σε κάθε έναν πλούσιο αντιστοιχούν τουλάχιστον πεντακόσιοι φτωχοί. Μάλιστα, σημειώνει ότι οι πλούσιοι πολύ συχνά δεν έχουν όριο στις σπατάλες που προβαίνουν ως αποτέλεσμα της ματαιοδοξίας τους. Χαρακτηριστικά γράφει ότι «το να ικανοποιηθεί και η πιο παιδαριώδης ματαιοδοξία ήταν το μοναδικό κίνητρο αυτών που κατείχαν μεγάλη ιδιοκτησία». Επισημαίνει όμως ότι, ενώ πολλοί είναι σπάταλοι, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μάθει να είναι λιτοί. Αντίθετα με την εμπορευματική κοινωνία, ο Σμιθ τονίζει ότι σε πιο καθυστερημένα στάδια της ιστορικής εξέλιξης, της κοινωνικής ανάπτυξης, ο άγριος (savage) απολάμβανε το σύνολο των καρπών της εργασίας του, αν και ζούσε πιο φτωχά σε σχέση με τον φτωχό της εμπορευματικής-καπιταλιστικής κοινωνίας.



Στη θεωρία του Σμιθ, ο ανταγωνισμός είναι η πλέον βασική αξία του συστήματος, και γι’ αυτό θα πρέπει να προστατευτεί. Παραδέχεται όμως πως στην κούρσα του ανταγωνισμού κάποιες φορές κάποιες επιχειρήσεις θα πτωχεύσουν. Μάλιστα, ενώ επισημαίνει πως η πτώχευση είναι η πιο εξευτελιστική δυστυχία που μπορεί να συμβεί σε έναν αθώο άνδρα, θεωρεί όμως ότι οι περισσότεροι μπορούν να την αποφύγουν αν είναι προσεκτικοί. Η πτώχευση επιχειρήσεων δεν είναι λοιπόν αναπόφευκτη, όπως είναι στον Μαρξ.



Το δικαίωμα στην επανάσταση



Αντίθετα με την κοινή αντίληψη, που λέει ότι το δικαίωμα στην επανάσταση μακράν απέχει από τη φιλελεύθερη σκέψη, ο στοχασμός του Σμιθ θα δικαιολογήσει το δικαίωμα στην αντίσταση και στην επανάσταση. Στις Διαλέξεις για τη νομική επιστήμη αναρωτιέται ποια είναι τα όρια της εξουσίας, και κατ’ επέκτασιν ποια τα όρια της αντίστασης από τον λαό στον κυρίαρχο. Και τονίζει ότι η συνήθης αντίληψη για τη δικαιολόγηση της εξουσίας προκύπτει από τη θεωρία της σιωπηρής συναίνεσης του Τζων Λοκ. Οι πολίτες, με το να μην προσπαθούν να ανατρέψουν τον κυρίαρχο, σιωπηρά αποδέχονται ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου που ατύπως έχουν συνάψει μαζί του. Οφείλουν να τον υπακούουν, αν ο κυρίαρχος (που μπορεί να είναι μια συνέλευση, όχι κατά ανάγκη ένα φυσικό πρόσωπο) εξουσιάζει δίκαια.



Η ανατροπή του κυρίαρχου δικαιολογείται από τον Σμιθ, όταν ο τελευταίος προβαίνει σε κατάχρηση της εξουσίας του, όπως η επιβολή κάποιου μεγάλου φόρου στο λαό. Αν το μεγαλύτερο μέρος της φορολογίας το σηκώνει η εργατική τάξη αυτό, κατά τον Σμιθ, θα δικαιολογούσε την επανάσταση! (το ακούει, άραγε, αυτό η κυβέρνηση συνεργασίας;) Η πιθανότητα όμως της επανάστασης είναι κατά την εκτίμηση του Σμιθ μικρή, διότι υπάρχει μια φυσική προδιάθεση στους ανθρώπους να σέβονται την εγκαθιδρυμένη εξουσία και αυτούς που είναι ανώτεροι.



Αν λοιπόν το να έχεις ως ενδεχόμενο αίτημα την επανάσταση και να βλέπεις τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους δεν σε τοποθετεί κατ’ ανάγκην στο μαρξικό μονοπάτι σκέψης, τότε τι είναι αυτό που σε τοποθετεί; Δεν μπορώ να επεκταθώ όμως σε αυτό το ζήτημα, αφού η απάντηση θα απαιτούσε πολύ μεγαλύτερη έκταση από ένα άρθρο εφημερίδας.



Ο Βασίλης Γρόλλιος είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής πολιτικής φιλοσοφίας (vgrollios@gmail.com)



1 σχόλιο:

  1. «Βαλκανικός» φιλελευθερισμός: Ατελής, αφελής και επικίνδυνος
    http://www.rednotebook.gr/details.php?id=5126

    ΑπάντησηΔιαγραφή